Ο βελονισμός είναι μια θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στην παραδοσιακή κινέζικη ιατρική. Ο βελονισμός είναι ένα θεωρητικό, σύνθετο και ολοκληρωμένο σύστημα θεραπείας που η ιστορία του χάνεται στην νύκτα των χρόνων.
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
Ο βελονισμός είναι μια θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στην παραδοσιακή κινέζικη ιατρική. Ο βελονισμός είναι ένα θεωρητικό, σύνθετο και ολοκληρωμένο σύστημα θεραπείας που η ιστορία του χάνεται στην νύκτα των χρόνων.
Πρόκειται για μία αυτόνομη ιατρική ειδικότητα η οποία προϋποθέτει 4 χρόνια συνεχόμενης εκπαίδευσης εκτός από τα 6 χρόνια της ιατρικής που αποτελούν τις βασικές σπουδές ενός ιατρού. Ο Γενικός ιατρός ή αλλιώς Οικογενειακός ιατρός θεραπεύει ασθενείς 0-100 ετών και γνωρίζει πολύ καλά το ιατρικό ιστορικό των οικογενειών που τον επισκέπτονται ως την ημέρα που θα συνταξιοδοτηθεί.
Ο Γενικός ιατρός μπορεί να θεραπεύσει πλήθος ασθενειών από λοιμώξεις του αναπνευστικού, παθήσεις του ουρογεννητικού συστήματος, Μυοσκελετικά προβλήματα, ΩΡΛ παθήσεις, Ψυχιατρικές παθήσεις, (Κατάθλιψη Αγχώδης διαταραχή Διαταραχές Πανικού) Δερματικές παθήσεις, την Αρτηριακή υπέρταση, τον Σακχαρώδη διαβήτη, την Υπερλιπιδαιμία και άλλες πολλές. Ο Γενικός ιατρός δύναται να συνεργαστεί με όλες τις υπόλοιπες ιατρικές ειδικότητες όταν χρειάζεται και όταν κρίνει ότι ο ασθενής χρήζει νοσοκομειακής περίθαλψης τον παραπέμπει χωρίς να χάσει χρόνο.
Επίσης μία άλλη αρμοδιότητα του Γενικού ιατρού είναι η Συνταγογράφηση φαρμάκων και Ιατρικών Εξετάσεων. Ακόμη ένας βασικός ρόλος του είναι η Πρόληψη και η Συμβουλευτική ιατρική, γι’ αυτό οι Γενικοί ιατροί είναι οι ειδικοί τους οποίους συμβουλεύονται όλο και περισσότερο στις μέρες μας νέοι άνθρωποι και οι έφηβοι.
Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ – COPD), είναι αναμφίβολα ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα υγείας της σύγχρονης εποχής. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος, πρέπει να πούμε πως πρόκειται για την τέταρτη αιτία θανάτου στις ΗΠΑ, ενώ προβλέπεται να σκαρφαλώσει στην τρίτη θέση μέσα στα επόμενα τέσσερα με πέντε χρόνια. Και στην Ελλάδα, οι στατιστικές δείχνουν ότι το 8,5% του πληθυσμού πάσχει από Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), δηλαδή περίπου 600.000 συμπολίτες μας. Το πιο σημαντικό στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, είναι πως περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς, δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από τη νόσο, αγνοώντας επίσης την επικινδυνότητά της. Παρόλα αυτά, η ενημέρωση των πολιτών είναι ολοένα και πιο σημαντική τα τελευταία χρόνια καθώς επιστημονικοί φορείς και φορείς δημόσιας υγείας έχουν δώσει μεγάλη έμφαση στην ευαισθητοποίηση του κοινού και την έγκαιρη διάγνωση.
Ως Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), ονομάζουμε την χρόνια πάθηση των πνευμόνων που προκαλείται από την στένωση των αεραγωγών και την καταστροφή του πνευμονικού ιστού. Σε αντίθεση με το άσθμα (του οποίου ο ορισμός εμπεριέχει την αναστρεψιμότητα της απόφραξης των αεραγωγών), η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), αποτελεί μια μόνιμη ή μερικώς αναστρέψιμη κατάσταση. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα δύσκολο να προσδιοριστεί μερικές φορές η πραγματική συχνότητα της ΧΑΠ, και αυτό γιατί πολλοί ασθενείς με ήπια νόσο, δεν συμβουλεύονται τον γιατρό τους, αγνοώντας ακόμα και την ύπαρξη του προβλήματος.
Όταν πάθουμε ΧΑΠ τότε:
Ποιοι είναι οι κυριότεροι λόγοι που παθαίνουμε ΧΑΠ;
Τα συμπτώματα της ΧΑΠ είναι πολλαπλά. Τα κυριότερα είναι:
Πολλοί ασθενείς επισκέπτονται τον ειδικό μόνο όταν αρχίσουν να αισθάνονται δύσπνοια αγνοώντας τον χρόνιο βήχα και φλέμμα που τους ταλαιπωρεί για αρκετό καιρό, δικαιολογώντας τα συμπτώματα αυτά ως φυσιολογικά (τσιγαρόβηχας). Τότε όμως η ΧΑΠ είναι ήδη αρκετά προχωρημένη.
Οι ασθενείς είναι τις περισσότερες φορές πάνω από 40 χρονών αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί ασθενήσουν και νεότεροι άνθρωποι.
Η διάγνωση της ΧΑΠ γίνεται εύκολα με ένα τεστ που ονομάζεται σπιρομέτρηση. Το τέστ είναι πολύ εύκολο και ανώδυνο. Το μόνο που πρέπει να κάνει ο ασθενής είναι να φυσήξει δυνατά και συνεχόμενα σε ένα μηχάνημα που ονομάζεται σπιρόμετρο.
Σε ποιο βαθμό έχω ΧΑΠ;
Η ΧΑΠ έχει διαβαθμήσεις και ανάλογα με τον βαθμό της τα συμπτώματα είναι άλλοτε πιο πολλά. Η ΧΑΠ λοιπόν μπορεί να διαχωριστεί σε ΗΠΙΑ, ΜΕΤΡΙΑ ΚΑΙ ΒΑΡΙΑ.
Αυτό που έχω Θεραπεύεται;
Η ΧΑΠ είναι μια χρόνια νόσος αλλά μπορεί να εμποδιστεί και να σταματήσει να εξελίσσεται μόνο υπό την κατάλληλη θεραπεία και παρακολούθηση που ο εξειδικευμένος πνευμονολόγος μπορεί να προσφέρει.
Τι θα κάνω εάν αρρωστήσω;
Οι ασθενείς που πάσχουν από ΧΑΠ συχνά βλέπουν αύξηση στα συμπτώματά τους. Αυτό συνήθως γίνεται μετά από κάποια λοίμωξη / ίωση ή λόγω άλλων μη λοιμωδών καταστάσεων όπως π.χ. από επιβάρυνση του περιβάλλοντος λόγω καύσεως βιομάζας (τζάκι, ξυλόσομπα) και τέλος από άλλες παθήσεις όπως π.χ. πνευμονική εμβολή. Ο ασθενής αντιλαμβάνεται περισσότερη δύσπνοια ή βήχα από το κανονικό, πυρετό, διάρροια, αλλαγή το χρώματος, της υφής και της ποσότητας του φλέματος. Αυτό ορίζεται ως παρόξυνση. Οι παροξύνσεις είναι επείγουσες καταστάσεις που πρέπει να αντιμετωπίζονται από πνευμονολόγο ενδονοσοκομειακά ή εξωνοσοκομειακά ανάλογα με την βαρύτητα και αντιμετωπίζονται με αντιβίωση ή και κορτιζόνη. Η παρόξυνση είναι μία κατάσταση που μπορεί να προληφθεί με σωστή αγωγή και παρακολούθηση. Οι συχνές παροξύνσεις οδηγούν στην επιβάρυνση της νόσου και του ασθενή και στην γρηγορότερη έκπτωση της αναπνευστικής λειτουργίας και σε συχνότερες παροξύνσεις. Αυτός ο φαύλος κύκλος οδηγεί τον ασθενή γρηγορότερα σε δυσλειτουργικότητα και σε οικιακό περιορισμό με οξυγονοθεραπεία.
Λοίμωξη σημαίνει ότι ένας μεγάλος αριθμός μικροβίων (μικροοργανισμών) βρίσκεται σ’ ένα σημείο του οργανισμού, όπου φυσιολογικά δεν υπάρχουν και προκαλούν άμεσα ή έμμεσα, μέσω της τοξικότητάς τους, μια αντίδραση φλεγμονής που συνοδεύεται και από την αντίστοιχη κλινική εικόνα της εκάστοτε λοίμωξης. Για τους πιο περισσότερους ιστούς ο κρίσιμος αριθμός των μικροβίων για την πρόκληση λοίμωξης είναι 1.000.000 ανά κυβικό χιλιοστό ιστού.
Μικροοργανισμοί ή μικρόβια νοούνται εκείνοι οι οργανισμοί από τους οποίους οι περισσότεροι είναι μονοκύτταροι, αόρατοι με γυμνό οφθαλμό και ορατοί με μικροσκόπιο. Οι μικροοργανισμοί διαιρούνται σε τέσσερις ομάδες: Βακτήρια, ιοί, πρωτόζωα, μύκητες.
Τα βακτήρια είναι μικροοργανισμοί πολύ μικροί για να γίνουν ορατοί με γυμνό μάτι. Αν και βρίσκονται παντού γύρω μας, η παρουσία τους δε γίνεται άμεσα αντιληπτή. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο άνθρωπος έχει αναπτύξει αμυντικούς μηχανισμούς ώστε η συμβίωσή του με τα βακτήρια να μην είναι καταστροφική.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των βακτηρίων δεν είναι επιβλαβές για τον άνθρωπο. Επιβλαβής αντίθετα είναι η ανάπτυξή τους σε σημεία όπου φυσιολογικά δεν ανευρίσκονται (αίμα, εγκέφαλος, καρδιά, πνεύμονες κ.α). Στην περίπτωση αυτή, ο οργανισμός μας κινητοποιεί αμυντικούς μηχανισμούς έναντι των βακτηρίων, προκαλώντας μια συστηματική αντίδραση που ονομάζεται λοίμωξη.
Οι λοιμώξεις χαρακτηρίζονται από το όργανο που προσβάλλεται σε κάθε περίπτωση. Έτσι διακρίνονται, για παράδειγμα, σε λοιμώξεις του αναπνευστικού, όταν το προσβαλλόμενο όργανο είναι ο ρινοφάρυγγας ή οι πνεύμονες, λοιμώξεις του ουροποιητικού όταν το προσβαλλόμενο όργανο είναι ουροδόχος κύστη ή οι νεφροί κ.α. Η διάκριση αυτή είναι καθοριστική για το είδος των βακτηρίων που προκαλούν τη λοίμωξη, τη βαρύτητα της λοίμωξης και την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας.
Ωστόσο όπως αναφέρθηκε δεν είναι μόνο τα βακτήρια υπεύθυνα για την εκδήλωση μιας λοίμωξης στον άνθρωπο. Άλλοι μικροοργανισμοί που μπορούν να προκαλέσουν λοίμωξη είναι: οι ιοί, οι μύκητες και τα πρωτόζωα/ παράσιτα. Στην περίπτωση αυτή οι λοιμώξεις διαχωρίζονται σε ιογενείς, μυκητιασικές και παρασιτικές αντίστοιχα.
Οι ιοί χαρακτηρίζονται από το μικρό τους μέγεθος, την απλή κατασκευή τους και από το γεγονός ότι μπορούν να επιβιώνουν μόνο στο εσωτερικό άλλων κυττάρων. Η μόλυνση του κυττάρου από έναν ιό έχει ως αποτέλεσμα, είτε την παραμονή του ιού σε αυτό, είτε την τροποποίηση των λειτουργιών του ή τέλος το θάνατό του.
Παραδείγματα λοιμώξεων που προκαλούνται από ιούς στον άνθρωπο είναι το κοινό κρυολόγημα, η γρίπη, ο έρπης, η ανεμοβλογιά, ορισμένες μορφές ηπατίτιδας κ.α. Ο ιός του HIV που ευθύνεται για τη νόσο του AIDS, αποτελεί άλλη μια περίπτωση ιογενούς λοίμωξης.
Οι ιοί δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία με αντιβιοτικά. Η αντιμετώπισή τους περιλαμβάνει υποστηρικτικά μέτρα, όπως για παράδειγμα στο κοινό κρυολόγημα (ανάπαυση, ενυδάτωση, λήψη αντιπυρετικών), αλλά και ειδικά φάρμακα (αντιικά), τα οποία διαφοροποιούνται ανάλογα με την περίπτωση.
Μια ιογενής λοίμωξη μπορεί να μειώσει την άμυνα του οργανισμού, με συνέπεια η πιθανότητα για μια επιπρόσθετη βακτηριακή λοίμωξη να αυξάνει.
Η οξεία βρογχίτιδα είναι η φλεγμονή των μεγάλων πνευμονικών βρόγχων, που χαρακτηρίζεται από επίμονο βήχα με η χωρίς απόχρεμψη. Η διάρκεια των συμπτωμάτων ποικίλει (από μία έως τρείς εβδομάδες) και συνήθως αυτά υποστρέφουν χωρίς ειδική θεραπεία.
Υπεύθυνοι είναι συνήθως οι ιοί (πχ. κοινό κρυολόγημα, γρίπη) ενώ κάποιες φορές υπεύθυνα είναι ορισμένα βακτήρια (Streptococcus pneumoniae, Haemophilous influenzae, Moraxhella catarrhalis, Mycoplasma pneumonia κ.α).
Η συχνότητα της νόσου είναι ιδιαίτερα αυξημένη κατά το τέλος του φθινοπώρου και τον χειμώνα.
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Ο βήχας με ή χωρίς πτύελα αποτελεί και το κυρίαρχο σύμπτωμα. Το χρώμα των πτυέλων μπορεί να είναι διαυγές, ή να έχει κιτρινωπή ή πράσινη χροιά.
Ο πονοκέφαλος, ο πονόλαιμος και το συνάχι συνήθως προηγούνται του βήχα.
Ο πυρετός σπάνια αποτελεί εκδήλωση της νόσου και η παρουσία του υποκρύπτει είτε γρίπη είτε πνευμονία.
Πως γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση τίθεται κυρίως από το ιστορικό και την κλινική εξέταση. Η διάρκεια του βήχα (>5 ημέρες) και η απουσία κλινικών ευρημάτων (πυρετός, ταχύπνοια) αρκούν συνήθως για να θέσουν τη διάγνωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ζητηθεί ακτινογραφία θώρακος και εξέταση αίματος, προκειμένου να αποκλειστούν άλλες λοιμώξεις (πχ πνευμονία).
Ποια είναι η θεραπεία;
Η οξεία βρογχίτιδα είναι συνήθως αυτοπεριοριζόμενο νόσημα με διάρκεια 1 έως 3 εβδομάδες. Η αντιμετώπιση είναι κυρίως συμπτωματική και εστιάζεται στην σωστή ενυδάτωση, στη χρήση αναλγητικών και στην αντιμετώπιση του βήχα. Όταν η οξεία βρογχίτιδα οφείλεται σε βακτηριακή νόσο όπως ο κοκκύτης, η αντιμετώπιση της γίνεται με αντιβιοτικά. Όταν οφείλεται σε γρίπη, η αντιμετώπιση της γίνεται με αντιικά φάρμακα. Σε κάθε περίπτωση, η χορήγηση ειδικής θεραπείας χορηγείται από το θεράποντα ιατρό.
Η Φαρυγγίτιδα και η Αμυγδαλίτιδα, δηλαδή η φλεγμονή του φάρυγγα και των αμυγδαλών, αποτελούν τις συχνότερες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού. Διάφοροι ιοί και βακτήρια ευθύνονται για την πλειονότητα των περιστατικών, με τους ιούς να κατέχουν τον πρωτεύοντα ρόλο.
Η φαρυγγίτιδα συνήθως συνοδεύεται από την αμυγδαλίτιδα και τότε μιλάμε για φαρυγγοαμυγδαλίτιδα.
Η συχνότητα της νόσου κορυφώνεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα και νωρίς την άνοιξη, τις εποχές δηλαδή όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται σε κλειστούς και ανεπαρκώς αεριζόμενους χώρους.
Τόσο η φαρυγγίτιδα όσο και η αμυγδαλίτιδα που οφείλονται σε ιούς είναι νοσήματα συνήθως αυτοπεριοριζόμενα και διαρκούν λίγες ημέρες.
Σε αντίθεση με τους ενήλικες, στα παιδιά τόσο η φαρυγγίτιδα όσο και η αμυγδαλίτιδα προκαλούνται κυρίως από βακτήρια (β αιμολυτικός στρεπτόκοκκος της ομάδας Α) και συνήθως συνοδεύονται από πυρετό. Στην περίπτωση αυτή για την αντιμετώπισή τους επιβάλλεται τη χορήγηση κατάλληλης αντιβιοτικής αγωγής.
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Όταν ο αιτιολογικός παράγοντας είναι τα βακτήρια τότε κυριότερα συμπτώματα είναι ο πονόλαιμός, η δυσκαταποσία, ο πυρετός και η διόγκωση των τραχηλικών λεμφαδένων. Στην ιογενή λοίμωξη κυριότερα συμπτώματα αποτελούν η κεφαλαλγία, το συνάχι και ο βήχας.
Πως γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση στηρίζεται στο ιστορικό, την κλινική εξέταση και σε ειδικές μικροβιολογικές διαγνωστικές δοκιμασίες.
Ποια είναι η θεραπεία;
Αντιβιοτική αγωγή επιβάλλεται να χορηγηθεί μόνο όταν υπάρχει κλινική υποψία βακτηριακής λοίμωξης.
Καθώς οι περισσότερες λοιμώξεις του φάρυγγα και των αμυγδαλών έχουν ιογενή αιτιολογία, η αντιμετώπισή τους περιλαμβάνει συνήθως τη λήψη συντηρητικών μέτρων, όπως την κατάλληλη ενυδάτωση, την εφύγρανση του αέρα και την χρήση τοπικών αντισηπτικών. Αντιβιοτική αγωγή επιβάλλεται να χορηγηθεί μόνο όταν υπάρχει κλινική υποψία βακτηριακής λοίμωξης.
Πρόκειται για τη φλεγμονή της ρινικής κοιλότητας και των παραρρίνιων κόλπων. Διακρίνεται σε οξεία όταν η διάρκεια των συμπτωμάτων είναι μικρότερη από 4 εβδομάδες και χρόνια όταν τα συμπτώματα επιμένουν για περισσότερο από 12 εβδομάδες.
Η οξεία παραρινοκολπίτιδα έχει ως κύριο αίτιο τους ιούς που μολύνουν την ανώτερη αναπνευστική οδό (ιός της γρίπης, ιός του κοινού κρυολογήματος), ενώ ένα μικρό ποσοστό οφείλεται σε βακτήρια (Streptococcus pneumoniae, Haemophilus influenzae, Moraxhella catharrhalis). Η χρόνια παραρρινοκολπίτιδα οφείλεται σε πολλούς παράγοντες με τους ιούς και τα βακτήρια να έχουν δευτερεύοντα ρόλο.
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Τα συμπτώματα της ιογενούς και της βακτηριακής παραρρινοκολπίτιδας είναι παρόμοια. Μερικά από αυτά είναι η ρινική συμφόρηση, το συνάχι με πυώδη απόχρεμψη και το άλγος στο πρόσωπο και στο αυτί με αίσθημα πίεσης. Πυρετός, κόπωση και κεφαλαγία μπορεί να συνοδεύουν τη νόσο. Ο βήχας συνήθως είναι επίμονος και μπορεί να συγχέεται με αλλεργικό άσθμα.
Πως γίνεται η διάγνωση;
Το ιστορικό και η κλινική εξέταση συνήθως αρκούν για να θέσουν τη διάγνωση. Ειδικές εξετάσεις όπως η οπίσθια ρινοσκόπηση, η ακτινογραφία και η αξονική τομογραφία του σπλαχνικού κρανίου απαιτούνται σε επιμονή των συμπτωμάτων. Σε κάθε περίπτωση ενδεικτικό βακτηριακής λοίμωξης είναι η διάρκεια των συμπτωμάτων, η οποία συνήθως υπερβαίνει τις 10 ημέρες, ενώ στις ιογενείς δε ξεπερνά τις 10 ημέρες.
Ποια είναι η θεραπεία;
Η παρακολούθηση των συμπτωμάτων και η αντιμετώπισή τους με συντηρητικά μέτρα (αναλγητικά, αντιπυρετικά, πλύσεις με φυσιολογικό ορό και ενδορινική έγχυση κορτιζόνης) αποτελεί και την κύρια θεραπεία. Η χορήγηση αντιβιοτικών συνίσταται σε βαρύτερες καταστάσεις οξείας παραρρινοκολπίτιδας και σε εκείνες που τα συμπτώματα δεν υποχωρούν εντός 10 ημερών. Για να καθοριστεί ο παθογόνος μικροοργανισμός που προκαλεί τη λοίμωξη καθώς και η ευαισθησία του στην αντιβίωση, πρέπει να γίνουν κατάλληλες μικροβιολογικές εξετάσεις.
Είναι η οξεία φλεγμονή των πνευμόνων και συμβαίνει όταν κάποιος λοιμογόνος παράγοντας (βακτήρια, ιοί) προσβάλλει τον πνεύμονα, προκαλώντας συμπτώματα από το αναπνευστικό.
Η πνευμονία είναι μία από τις κυριότερες αιτίες θνητότητας στον κόσμο.
Συχνότερα αίτια της πνευμονίας αποτελούν τα βακτήρια (Streptococcus pneumonia, Mycoplasma pneumonia, Staphylococcus aureus, Haemophillus influenzae) και ακολουθούν οι ιοί (ιός της γρίπης, αναπνευστικός συγκητιακός ιός, αδενοιοί κ.α. ).
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Τα κύρια συμπτώματα αποτελούν ο βήχας (παραγωγικός ή μη), ο πυρετός (συνήθως υψηλός) με ή χωρίς ρίγος, η δύσπνοια, η ταχύπνοια, η σύγχυση και σε μερικές περιπτώσεις η ύπαρξη θωρακαλγίας.
Πως γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση της πνευμονίας απαιτεί τη λήψη καλού ιστορικού, τη φυσική εξέταση (ιδιαίτερα την ακρόαση των πνευμόνων), την ακτινογραφία θώρακος, την γενική εξέταση αίματος, για να διαπιστωθεί η αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων καθώς και ο τύπος αυτών, κάποιες βιοχημικές εξετάσεις που θα αναδείξουν την ύπαρξη φλεγμονής (π.χ. TKE CRP ποσοτική) και τέλος την εκτέλεση ειδικών μικροβιολογικών εξετάσεων που πιθανώς θα αναδείξουν τον παθογόνο μικροοργανισμό.
Ποια είναι η θεραπεία;
Εφόσον η πνευμονία οφείλεται σε βακτήριο, ο θεράπων ιατρός θα χορηγήσει αντιβίωση αμέσως ακόμη και με την υποψία ύπαρξης της νόσου.
Η ιογενής πνευμονία χρήζει τη λήψη αντιικών φαρμάκων. Στην περίπτωση αυτή η χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής μπορεί να προφυλάξει από βακτηριακή επιλοίμωξη.
Για την πρόληψη της πνευμονίας συστήνεται η τήρηση των κανόνων υγιεινής (πχ συχνό πλύσιμο των χεριών, καλός αερισμός των κλειστών χώρων κ.τ.λ. ) , ο εμβολιασμός έναντι του πνευμονιόκοκκου, που αποτελεί και το συχνότερο αίτιο πνευμονίας στην κοινότητα (όποτε αυτός συστήνεται από τον γιατρό), η διακοπή του καπνίσματος και γενικότερα η διατήρηση του ανοσοποιητικού συστήματος μέσω της υγιεινής διατροφής, της άσκησης και του καλού ύπνου.
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος χωρίζονται σε λοιμώξεις ανώτερου (πχ πυελονεφρίτιδα) και κατώτερου ουροποιητικού (πχ κυστίτιδα). Βασική διαφορά μεταξύ των δύο είναι ο πυρετός. Η πυελονεφρίτιδα εκδηλώνεται συνήθως με υψηλό πυρετό με συνοδό ρίγος, ενώ στην κυστίτιδα ο πυρετός αποτελεί σπάνια κλινική εκδήλωση. Και στις δύο περιπτώσεις οι παθογόνοι μικροοργανισμοί είναι οι ίδιοι, με το κολοβακτηρίδιο (E.Coli) να προκαλεί το 85-90% των λοιμώξεων του ουροποιητικού.
Είναι η λοίμωξη της ουροδόχου κύστεως. Η μόλυνση ακολουθεί ανιούσα πορεία και συνήθως αφετηρία είναι η ουρήθρα. Η κυστίτιδα από ιούς είναι εξαιρετικά σπάνια και απαντάται συνήθως στα παιδιά.
Ο πόνος κατά την ούρηση, η συχνουρία, και το αίσθημα ατελούς κένωσης της κύστης αποτελούν τα συχνότερα συμπτώματα. Η αιματουρία είναι ένα συχνό σύμπτωμα στις γυναίκες και παρατηρείται κάποιες φορές μετά τη σεξουαλική επαφή.
Η διάγνωση τίθεται από το ιστορικό, την απουσία πυρετού και τη γενική εξέταση των ούρων. Η καλλιέργεια των ούρων θα αναδείξει τον παθογόνο μικροοργανισμό για να χορηγηθεί η κατάλληλη αντιβιωτική αγωγή.
Η βραχυχρόνια χρήση αντιβιοτικών συνήθως είναι επαρκής στην αντιμετώπιση της κυστίτιδας. Τα συμπτώματα αποδράμουν άμεσα μετά την έναρξη της αντιβακτηριακής αγωγής. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ενυδάτωση ίσως αρκεί για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων.
Περιλαμβάνει τη φλεγμονή των νεφρών και εκδηλώνεται συνήθως με υψηλό πυρετό. Η λοίμωξη συνήθως ξεκινά από το κατώτερο ουροποιητικό.
Πέρα από τον πυρετό, ο πόνος στη μέση, το ρίγος και η έντονη επιθυμία για ούρηση αποτελούν τα συχνότερα συμπτώματα. Οι έμετοι και η διάρροια είναι και αυτά συχνά συμπτώματα της πυελονεφρίτιδας.
Η οξεία πυελονεφρίτιδα οδηγεί συνήθως τον ασθενή στην αναζήτηση ιατρικής βοήθειας. Ο ιατρός θα ελέγξει ορισμένες παραμέτρους στο αίμα και στα ούρα και θα προβεί σε απεικόνιση των νεφρών, των ουρητήρων και της ουροδόχου κύστεως συνήθως με υπερηχογράφημα. Οι καλλιέργειες αίματος και ούρων μπορεί να αποκαλύψουν τον παθογόνο μικροοργανισμό.
Η χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής κρίνεται απαραίτητη για την αντιμετώπιση της οξείας πυελονεφρίτιδας ενώ συχνά θα χρειαστεί και νοσηλεία για ενδοφλέβια χορήγηση της θεραπείας. Η διάρκεια της θεραπείας είναι συνήθως 14 ημέρες, ενώ ανταπόκριση στη θεραπεία αναμένεται από τα πρώτα δύο 24-ωρα. Η επιμονή των συμπτωμάτων και κυρίως του πυρετού πρέπει να επανελέγχεται πάντα από τον θεράποντα ιατρό.
Οι κυριότερες δερματικές λοιμώξεις που οφείλονται σε βακτήρια είναι η κυτταρίτιδα, ο ερισύπελας και το δερματικό απόστημα. Στην κυτταρίτιδα, η φλεγμονή μπορεί να προσβάλει όλες τις στοιβάδες του δέρματος ενώ στο ερυσίπελα μόνο ένα τμήμα αυτών. Η είσοδος των βακτηρίων επιτυγχάνεται μετά από τη λύση της συνέχειας του δέρματος κυρίως μέσω τραυματισμών. Η συλλογή πύου μέσα στις στοιβάδες του δέρματος ή κάτω από αυτό, ορίζεται ως δερματικό απόστημα.
Η κυτταρίτιδα παρατηρείται συνήθως σε ηλικιωμένα άτομα, ενώ ο ερυσίπελας σε νέους και ηλικιωμένους. Το δερματικό απόστημα μπορεί να προσβάλει και υγιείς ενήλικες. Σε κάθε περίπτωση έχει βρεθεί ότι ορισμένοι παράγοντες ευοδώνουν την ανάπτυξη δερματικών λοιμώξεων. Μερικοί από αυτούς είναι το οίδημα, τα εγκαύματα, διάφοροι τραυματισμοί, τσιμπήματα από έντομα, η παχυσαρκία και η μειωμένη δραστηριότητα της άμυνας του οργανισμού λόγω διαφόρων παθήσεων.
Τα συχνότερα βακτήρια που ενοχοποιούνται για τις δερματικές λοιμώξεις είναι: Staphylococcus aureus και οι β- αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι.
Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από οίδημα, ερυθρότητα και πόνο. Γενικά συμπτώματα όπως ο πυρετός με ή χωρίς ρίγος, η αδυναμία και η καταβολή μπορεί να συνοδεύουν την εμφάνιση του ερυσίπελα και της κυτταρίτιδας. Στην περίπτωση που η νόσος επιπλακεί μπορεί να συνοδεύεται από συστηματικές εκδηλώσεις όπως υπόταση, ταχυκαρδία, ταχύπνοια και υψηλό πυρετό.
Η διάγνωση των δερματικών λοιμώξεων βασίζεται κυρίως στην κλινική τους εικόνα. Η γενική εξέταση αίματος και ο βιοχημικός έλεγχος μπορεί να αναδείξει παθολογικά ευρήματα τα οποία θα αξιολογηθούν από το θεράποντα ιατρό. Παράλληλα, το υπερηχογράφημα στην πάσχουσα περιοχή θα αναδείξει με μεγάλη ευαισθησία το οίδημα και τυχόν υπάρχουσες συλλογές.
Η αντιμετώπιση των βακτηριακών δερματικών λοιμώξεων απαιτεί τη χορήγηση αντιβιοτικών φαρμάκων. Η ύπαρξη αποστήματος συνήθως απαιτεί τόσο τη χορήγηση αντιβιοτικών όσο και την παροχέτευση/διάνοιξη αυτού.
Τι είναι ο Covid-19 και πώς ξεκίνησε:
Στα τέλη Δεκεμβρίου 2019, οι κινεζικές αρχές δημόσιας υγείας ανέφεραν αρκετά κρούσματα οξέος αναπνευστικού συνδρόμου στην πόλη Γουχάν, στην επαρχία Χουμπέι της Κίνας. Οι Κινέζοι επιστήμονες σύντομα εντόπισαν έναν νέο κορονοϊό ως τον κύριο αιτιολογικό παράγοντα. Η ασθένεια αναφέρεται τώρα ως ασθένεια του κορονοϊού 2019 (COVID-19) και ο ιός που προκαλεί τη νόσο ονομάζεται σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο κορονοϊός 2 (SARS-CoV-2). Πρόκειται για ένα νέο στέλεχος του κορονοϊού που δεν είχε εντοπιστεί προηγουμένως στους ανθρώπους.
Οι κορονοϊοί είναι μια μεγάλη οικογένεια ιών που είναι κοινές σε ανθρώπους και σε πολλά διαφορετικά είδη ζώων, συμπεριλαμβανομένων των καμήλων, των βοοειδών, των γατών και των νυχτερίδων. Σπάνια, οι κορονοϊοί των ζώων μπορούν να μολύνουν ανθρώπους και στη συνέχεια να εξαπλωθούν μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό συνέβη με τα MERS-CoV και SARS-CoV, και τώρα με τον ιό που προκαλεί τον COVID-19. Ο ιός SARS-CoV-2 είναι betacoronavirus, όπως ο MERS-CoV και ο SARS-CoV. Και οι τρεις αυτοί ιοί προέρχονται από τις νυχτερίδες. Οι ακολουθίες των ασθενών στις ΗΠΑ είναι παρόμοιες με αυτήν που δημοσίευσε αρχικά η Κίνα, υποδηλώνοντας μια πιθανή μεμονωμένη, πρόσφατη εμφάνιση αυτού του ιού από μια δεξαμενή ζώων. Ωστόσο, η ακριβής πηγή αυτού του ιού είναι άγνωστη.
Η διασπορά ξεκίνησε από τη Γουχάν και εξαπλώθηκε γρήγορα, επηρεάζοντας άλλα μέρη της Κίνας. Σύντομα εντοπίστηκαν κρούσματα σε πολλές άλλες χώρες. Εκρήξεις και συστάδες της νόσου έχουν παρατηρηθεί έκτοτε στην Ασία, την Ευρώπη, την Αυστραλία, την Αφρική και την Αμερική.
Τρόποι μετάδοσης Κορονοϊού Covid-19:
Τα ζώα φαίνεται ότι ήταν η αρχική πηγή μετάδοσης, τώρα πλέον η εξάπλωση του ιού γίνεται και από άτομο σε άτομο (μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο). Δεν υπάρχουν αρκετές επιδημιολογικές πληροφορίες αυτή τη στιγμή για να καθοριστεί πόσο εύκολα εξαπλώνεται αυτός ο ιός μεταξύ των ανθρώπων, αλλά εκτιμάται σήμερα ότι, κατά μέσο όρο, ένα μολυσμένο άτομο θα μολύνει μεταξύ δύο και τριών άλλων ατόμων.
Ο ιός φαίνεται να μεταδίδεται κυρίως μέσω μικρών σταγονιδίων αναπνοής μέσω φτερνίσματος, βήχα ή όταν οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους για κάποιο χρονικό διάστημα σε κοντινή απόσταση (συνήθως λιγότερο από ένα μέτρο). Αυτά τα σταγονίδια μπορούν στη συνέχεια να εισπνευστούν ή να προσγειωθούν σε επιφάνειες με τις οποίες μπορεί να έρθουν σε επαφή άλλοι, οι οποίοι στη συνέχεια μπορούν να μολυνθούν όταν αγγίζουν τη μύτη, το στόμα ή τα μάτια τους. Ο ιός μπορεί να επιβιώσει σε διαφορετικές επιφάνειες από αρκετές ώρες (χαλκός, χαρτόνι) έως μερικές ημέρες (πλαστικό και ανοξείδωτο ατσάλι). Ωστόσο, η ποσότητα του βιώσιμου ιού μειώνεται με την πάροδο του χρόνου και μπορεί να μην υπάρχει πάντα σε επαρκείς αριθμούς για να προκαλέσει μόλυνση.
Η περίοδος επώασης για τον COVID-19 (δηλαδή ο χρόνος μεταξύ της έκθεσης στον ιό και την εμφάνιση των συμπτωμάτων) εκτιμάται σήμερα ότι είναι μεταξύ μιας και 14 ημερών.
Γνωρίζουμε ότι ο ιός μπορεί να μεταδοθεί όταν τα άτομα που έχουν μολυνθεί εμφανίσουν συμπτώματα όπως ο βήχας. Υπάρχουν επίσης ορισμένα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η μετάδοση μπορεί να συμβεί από ένα άτομο που έχει μολυνθεί ακόμη και δύο ημέρες πριν εμφανίσει συμπτώματα. Ωστόσο, παραμένουν αβεβαιότητες σχετικά με την επίδραση της μετάδοσης από άτομα χωρίς συμπτώματα.
Η μολυσματική περίοδος μπορεί να ξεκινήσει μία έως δύο ημέρες πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα, αλλά οι άνθρωποι είναι πιθανότατα πιο μολυσματικοί κατά τη διάρκεια της συμπτωματικής περιόδου, ακόμη και αν τα συμπτώματα είναι ήπια και πολύ μη ειδικά. Η μολυσματική περίοδος εκτιμάται ότι θα διαρκέσει για 7-12 ημέρες σε μέτριες περιπτώσεις και έως δύο εβδομάδες κατά μέσο όρο σε σοβαρές περιπτώσεις.
Συμπτώματα Covid-19
Τα συμπτώματα του COVID-19 ποικίλλουν ως προς τη σοβαρότητα από το να μην έχουν καθόλου συμπτώματα (είναι ασυμπτωματικά) έως να έχουν πυρετό, βήχα, πονόλαιμο, γενική αδυναμία και κόπωση και μυϊκό πόνο και στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, σοβαρή πνευμονία, σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας, σήψη και σηπτικό σοκ, όλα δυνητικά οδηγούν στο θάνατο. Οι αναφορές δείχνουν ότι η κλινική επιδείνωση μπορεί να συμβεί γρήγορα, συχνά κατά τη δεύτερη εβδομάδα της νόσου.
Tρόποι προστασίας από Covid-19
Ηλικιωμένοι και άτομα που έχουν σοβαρές υποκείμενες ιατρικές παθήσεις όπως καρδιακές ή πνευμονικές παθήσεις ή διαβήτη φαίνεται να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν σοβαρές επιπλοκές από τη νόσο COVID-19. Οι ηλικιωμένοι άνω των 70 ετών και όσοι έχουν υποκείμενα προβλήματα υγείας (π.χ. υπέρταση, διαβήτης, καρδιαγγειακές παθήσεις, χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις και καρκίνος) θεωρούνται ότι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών συμπτωμάτων. Οι άνδρες σε αυτές τις ομάδες φαίνεται επίσης ότι διατρέχουν ελαφρώς υψηλότερο κίνδυνο από τις γυναίκες.
Μάθετε πώς εξαπλώνεται
Όλοι θα πρέπει να:
Πλένετε συχνά τα χέρια σας
Προστασία – Αυτοφροντίδα
Μετά την επαφή με κάποιον που έχει COVID-19, κάντε τα ακόλουθα:
Στον ανθρώπινο οργανισμό τα λιπίδια (λίπη) εισέρχονται μέσω της τροφής και βιοσυντίθενται σ’ αυτόν με κύριο σημείο παραγωγής τους το συκώτι. Προκειμένου τα λιπίδια (κυρίως η χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια) να διαλυτοποιηθούν και να μεταφερθούν στο υδατικό περιβάλλον του οργανισμού μας, από και προς το συκώτι, χρησιμοποιούν ως μεταφορικά μέσα τις λιποπρωτεΐνες.
Κύριο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η λιποπρωτεΐνη LDL, της οποίας ο κεντρικός ρόλος είναι η μεταφορά χοληστερόλης από το ήπαρ προς τους ιστούς και συνεπώς τις αρτηρίες όπου, όταν είναι σε περίσσεια, δημιουργούν αθηρώματα – δηλαδή πλάκες που στενεύουν και φράζουν τον αυλό τους («κακή χοληστερίνη») – και η HDL που εκτελεί την αντίστροφη διαδρομή, η οποία σε περίσσεια αποτρέπει την δημιουργία αθηρωμάτων («καλή χοληστερίνη»).
Με τον όρο δυσλιπιδαιμία εννοείται η παθολογική κατάσταση της διαταραχής των λιπιδίων στο αίμα. Στα πλαίσια αυτής λογίζεται τόσο η αύξηση (ολικής χοληστερόλης, LDL και τριγλυκεριδίων) όσο και η ελάττωση (HDL) των λιπιδίων και των λιποπρωτεϊνών από την οποία προκαλείται βλάβη στον οργανισμό.
Η δυσλιπιδαιμία διακρίνεται σε πρωτοπαθής όταν είναι γονιδιακής (κληρονομικής) αιτιολογίας και σε δευτεροπαθή όταν οφείλεται σε παθολογικές καταστάσεις ή και στην κακή διατροφή.
Οι πρωτοπαθείς δυσλιπιδαιμίες είναι σπανιότερες από τις δευτεροπαθείς, χαρακτηρίζονται από σημαντικές διαταραχές στα επίπεδα των λιπιδίων και δύνανται να παρουσιάζουν συχνότερα σε σχέση με τις δευτεροπαθείς χαρακτηριστικά κλινικά ευρήματα. Ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό για την εμφάνιση ισχαιμικών (μειωμένη παροχή αίματος) καρδιαγγειακών νοσημάτων σε μικρότερες ηλικιακές ομάδες (3η και 4η δεκαετία της ζωής).
Οι δευτεροπαθείς δυσλιπιδαιμίες σχετίζονται με κακές υγειονοδιαιτητικές συνθήκες καθώς και με συνοδά νοσήματα όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, το νεφρωσικό σύνδρομο, ο υποθυρεοειδισμός, η παχυσαρκία ή και τα φάρμακα (π.χ. διουρητικά).
Η δυσλιπιδαιμία έχει χαρακτηρισθεί αθόρυβη και ύπουλη καθώς το συνηθέστερο είναι ότι δεν προκαλεί συμπτώματα, δρώντας βλαπτικά στον αυλό των αρτηριών με το να τον στενεύει. Παραβλάπτεται έτσι η παροχή αίματος σε ζωτικά όργανα προκαλώντας συμπτώματα ισχαιμίας (μειωμένης παροχής αίματος).
Σπανιότερα όταν τα επίπεδα των λιπιδίων στον ορό είναι ιδιαιτέρως διαταραγμένα (όπως στις πρωτοπαθείς δυσλιπιδαιμίες) μπορεί να παρατηρηθούν αθροίσεις λιπιδίων στο δέρμα (όπως τα ξανθελάσματα στα βλέφαρα ή τα ξανθώματα των τενόντων), γεροντότοξο (μια λευκωτή στεφάνη στην περιφέρεια της ίριδας) ή παγκρεατίτιδα σε υπερτριγλυκεριδαιμία που συνήθως είναι δυσίατες.
Οι διάφορες παράμετροι του μεταβολισμού των λιποπρωτεϊνών και η σημασία της παρέμβασης σε αυτές σε άτομα με κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου έχουν αξιολογηθεί από την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρία.
Λιποπρωτεΐνη Α
Η λιποπρωτεΐνη Α είναι μια αθηρογόνος λιποπρωτεϊνη που έχει συσχετιστεί θετικά με την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Έχει υποστηριχτεί ότι σε άτομα με υψηλά επίπεδα λιποπρωτεΐνης Α πρέπει να αντιμετωπίζονται πιο επιθετικά οι συνυπάρχουσες διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων.
Απολιποπρωτεΐνη Β
Ο υπολογισμός της απολιποπρωτεΐνης Β αντιπροσωπεύει το σύνολο των αθηρογόνων σωματιδίων. Ορισμένες μελέτες έδειξαν ότι η απολιποπρωτεΐνη Β αποτελεί καλύτερο προγνωστικό δείκτη για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου σε σύγκριση με την LDL χοληστερόλη και ιδιαίτερα με τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης που επιτυγχάνονται με τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής.
LDL χοληστερόλη
Τα υψηλά επίπεδα της LDL χοληστερόλης αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Επιπρόσθετα, η ελάττωση των επιπέδων της LDL χοληστερόλης ελαττώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου τόσο σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη όσο και σε άτομα με καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου.
Ο αριθμός των LDL σωματιδίων μπορεί να υπολογιστεί με πυρηνικό μαγνητικό συντονισμό. Πολλές προοπτικές και διασταυρωμένες μελέτες έδειξαν ότι ο αριθμός των LDL σωματιδίων αποτελεί καλύτερο δείκτη για την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε σύγκριση με τη συγκέντρωση της LDL χοληστερόλης.
Η χαμηλή συγκέντρωση της HDL χοληστερόλης αποτελεί ένα χαρακτηριστικό εύρημα σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη ή καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου
HDL χοληστερόλη
Τα HDL σωματίδια προστατεύουν από την αθηροσκλήρωση, ενώ πολλές μελέτες έδειξαν ότι υπάρχει αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα της HDL χοληστερόλης και την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου τόσο σε διαβητικούς όσο και σε μη διαβητικούς πληθυσμούς. Η χαμηλή συγκέντρωση της HDL χοληστερόλης αποτελεί ένα χαρακτηριστικό εύρημα σε άτομα με Σ.Δ. ή καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου.
Non-HDL χοληστερόλη
Η non-HDL χοληστερόλη αντικατοπτρίζει τη συγκέντρωση της χοληστερόλης των αθηρογόνων λιποπρωτεΐνών. Μάλιστα ορισμένες μελέτες έχουν υποστηρίξει ότι η non-HDL χοληστερόλη είναι καλύτερος προγνωστικός δείκτης για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου σε σύγκριση με την LDL χοληστερόλη.
Η θεραπεία της δυσλιπιδαιμίας γενικότερα προϋποθέτει ολιστική αντιμετώπιση: διόρθωση αιτίου δευτεροπαθούς δυσλιπιδαιμίας (πχ. υποθυρεοειδισμού), καθώς και ανίχνευση και αντιμετώπιση συνοδών νοσημάτων που αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο (πχ. παχυσαρκία, κάπνισμα, υπέρταση, υπερκατανάλωση αλκοόλ κ.α.).
Θεμέλιο στην αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας αποτελεί η υγειινοδιαιτητική αγωγή η οποία συνεπικουρείται όταν και εφόσον κριθεί απαραίτητο από τον θεράποντα ιατρό από την φαρμακευτική αγωγή για κάθε περίπτωση.
Το κάπνισμα είναι μια ψυχολογική και σωματική εξάρτηση, η οποία πολύ δύσκολα διακόπτεται χωρίς εξειδικευμένη ιατρική βοήθεια. Πολλοί συμπολίτες μας αδυνατούν να διακόψουν ή και να περιορίσουν την καπνιστική τους συνήθεια, ενώ το ποσοστό υποτροπής όσων το διακόπτουν μόνοι τους είναι πολύ υψηλό. Η διακοπή καπνίσματος είναι μια ολοκληρωμένη ιατρική παρέμβαση, με ψυχολογική και φαρμακολογική υποστήριξη, αν χρειάζεται, που για την απεξάρτηση από τον εθισμό της καπνιστικής συνήθειας.
Η διακοπή του καπνίσματος είναι ιδιαίτερα δύσκολη (αναφερόμενα ποσοστά επιτυχίας 3-5%), όταν γίνεται μεμονωμένα και με ατομική και μόνο προσπάθεια. Επιπλέον ακόμη και οι λίγοι που τα καταφέρνουν και δηλώνουν αποφασισμένοι να παραμείνουν μακριά από το τσιγάρο, συχνά υποτροπιάζουν. Τα ποσοστά αυτά είναι ιδιαίτερα χαμηλά ακόμη κι όταν υπάρχει ιατρικός λόγος που επιβάλλει τη διακοπή καπνίσματος, όπως στους εμφραγματίες (14 %).
Η μεγάλη δυσκολία στη διακοπή του καπνίσματος δε θα πρέπει να ερμηνευτεί ως αδιαφορία των καπνιστών για την υγεία τους ή ανοησία. Απλά αναδεικνύει ουσιαστικά την εντονότατη ψυχολογική και σωματική εξάρτηση την οποία προκαλεί το τσιγάρο, ώστε όπως όλες οι εξαρτησιογόνες ουσίες απαιτεί όχι μόνο ισχυρότατη βούληση, αλλά και εξειδικευμένη ιατρική βοήθεια για να επιτευχθεί απεξάρτηση. Έτσι η νικοτίνη ως εξαρτησιογόνος ουσία, όπως και τα ναρκωτικά χρησιμοποιεί συγκεκριμένους φυσιολογικούς μηχανισμούς τους οποίους αν μάθουμε κι εκπαιδευτούμε στο να τους χειριζόμαστε, έχουμε σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.
Η νικοτίνη συνδέεται με ειδικούς υποδοχείς στον εγκέφαλό μας και χρησιμοποιώντας το Σύστημα αμοιβής του εγκεφάλου μας (Brain reward system), μας κάνει να αισθανόμαστε ηδονή. Δηλαδή η νικοτίνη «κλέβει ως αεροπειρατής» τον έλεγχο αυτού του συστήματος, με αποτέλεσμα τα μικρής έντασης ηδονικά ερεθίσματα που φυσιολογικά λαμβάνουμε από απολαύσεις όπως τροφή, να υποκαθίστανται από υψηλότερης έντασης ηδονικά ερεθίσματα από την νικοτίνη.
Επιπλέον κάθε προσπάθεια διακοπής του τσιγάρου συνδυάζεται με σημαντικά στερητικά συμπτώματα που είναι ιδιαίτερα έντονα και ενοχλητικά (Ευερεθιστότητα, απογοήτευση, θυμός, διαταραχή ύπνου, αϋπνία, αύξηση όρεξης, αύξηση σωματικού βάρους, δυσκοιλιότητα, δυσφορικό ή καταθλιπτικό συναίσθημα, δυσκολία συγκέντρωσης, νευρικότητα, ανυπομονησία, άγχος). Ως αποτέλεσμα ο καπνιστής διακόπτει την προσπάθεια προκειμένου να απαλλαγεί από τα έντονα στερητικά συμπτώματα.
Επίσης όσο καπνίζουμε τόσο αυξάνονται οι υποδοχείς νικοτίνης στον εγκέφαλο. Αυτό οδηγεί σε «Ανοχή» στη νικοτίνη, δηλαδή να απαιτείται μεγαλύτερη δόση νικοτίνης προκειμένου να νιώσουμε το ίδιο ευφορικό συναίσθημα. Συνάμα μετά τη διακοπή του καπνίσματος απαιτείται χρόνος ώστε αυτοί οι υποδοχείς να μειωθούν και επιπλέον αυτοί που παραμένουν «πάντα θυμούνται το ευφορικό συναίσθημα» κι επομένως εγκυμονεί κίνδυνος υποτροπής.
Έχει υπολογιστεί ότι μόνο 20% των καπνιστών που αποπειρώνται να διακόψουν το κάπνισμα αναζητούν βοήθεια, παρά το ότι αυτό δεκαπλασιάζει την πιθανότητα να τα καταφέρουν. To υψηλό ποσοστό επιτυχίας ερμηνεύεται από το πρόγραμμα υποστήριξης που εφαρμόζονται στο Ιατρείο, όπου συγκεκριμένα:
Οι καπνιστές ενημερώνονται αναλυτικά, επιστημονικά και υπεύθυνα για τις επιπτώσεις του καπνίσματος και τον τρόπο που το κάπνισμα τους έχει δημιουργήσει σωματική και ψυχική εξάρτηση. Επίσης μαθαίνουν ποια θα είναι τα οφέλη που θα αποκομίσουν μετά τη διακοπή, όσον αφορά την ποιότητα ζωής τους.
Εφόσον ο καπνιστής συναινέσει και οριστεί κατάλληλη ημερομηνία για την έναρξη της προσπάθειας διακοπής, παρέχεται:
Συνεχής παρακολούθηση και στήριξη και μετά τη διακοπή του καπνίσματος, ώστε να παγιωθεί το αποτέλεσμα και να μην υπάρξουν υποτροπές.
Η αρτηριακή υπέρταση είναι η αυξημένη πίεση του αίματος στο εσωτερικό του τοιχώματος των μεγάλων αρτηριών του σώματος. Η αρτηριακή πίεση καταγράφεται με δύο αριθμούς, π.χ. 150/95 και μετριέται σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου. Ο μεγαλύτερος αριθμός αποτελεί την «συστολική» πίεση, η οποία είναι γνωστή ως «μεγάλη» πίεση και ο μικρότερος καταγράφει την «διαστολική» πίεση, γνωστή ως «μικρή» πίεση. Αρτηριακή υπέρταση εμφανίζουν τα άτομα στα οποία είτε η συστολική τους πίεση καταγράφεται ≥ 140 χιλιοστά στήλης υδραργύρου, είτε η διαστολική τους είναι ≥ 90 χιλιοστά στήλης υδραργύρου.
Η υπέρταση πολύ συχνά δεν προκαλεί κανένα σύμπτωμα και για το λόγο αυτό συνήθως διαγιγνώσκεται καθυστερημένα, ή όταν έχουν ήδη συμβεί κάποιες επιπλοκές. Μπορεί ενίοτε ο άρρωστος να αναφέρει συμπτώματα όπως η ζάλη, η κεφαλαλγία, ή οι ρινορραγίες, τα οποία όμως δεν αποδίδονται στην αρτηριακή υπέρταση γενικότερα. Μέχρι σήμερα υπάρχουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα σχετικά με την αξία της πρόληψης στην εμφάνιση της υπέρτασης, μέσω της αποφυγής επιβαρυντικών παραγόντων κινδύνου και με την υιοθέτηση υγιεινής διατροφής και άσκησης.
Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος της εκδήλωσης της υπέρτασης μπορεί να μειωθεί μέσω:
Η τακτική μέτρηση της αρτηριακής πίεσης στους ενήλικες μπορεί να οδηγήσει στην πρώιμη διάγνωση και την έγκαιρη θεραπεία της υπερτασικής νόσου. Αυτό έχει ιδιαίτερη αξία, ειδικά σε άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, στα οποία ανευρίσκονται πολλαπλοί παράγοντες κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου (άτομα με κληρονομικότητα, υπέρβαροι ασθενείς, καπνιστές, άτομα με αυξημένα λιπίδια αίματος).
Η ύπαρξη πολλαπλών αντιυπερτασικών φαρμάκων και η αποτελεσματική ρύθμιση της αρτηριακής υπέρτασης σε φυσιολογικά επίπεδα, μειώνουν τον κίνδυνο για αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο κατά περίπου 40%, για στεφανιαία νόσο κατά περίπου 25% και για καρδιακή ανεπάρκεια κατά 50%. Η στενή παρακολούθηση από τον ιατρό σας και η υιοθέτηση εξάλλου όλων των παραπάνω υγιεινών συνηθειών βοηθούν στην περαιτέρω ελάττωση των τιμών της αρτηριακής πίεσης και έχουν πολλαπλά οφέλη για τον οργανισμό.
Για την αποτελεσματική διαχείριση της υπέρτασης, σημαντικό ρόλο παίζουν η έγκαιρη διάγνωσή της καθώς και η επιτυχής θεραπεία. Παρά την πληθώρα των φαρμακευτικών σκευασμάτων που διαθέτουμε στη θεραπευτική φαρέτρα μας, τα τρία τέταρτα των υπερτασικών ατόμων γνωρίζουν την ύπαρξη της υπέρτασης, οι μισοί παίρνουν φαρμακευτική αγωγή, αλλά δυστυχώς μόνο ο ένας στους τέσσερις ή στην καλύτερη περίπτωση, ο ένας στους τρείς ρυθμίζουν με επιτυχία την αρτηριακή πίεση στα επιθυμητά επίπεδα-στόχους. Δυστυχώς, περίπου 800 εκατομμύρια υπερτασικοί παγκοσμίως παραμένουν αρρύθμιστοι.
Η αρτηριακή υπέρταση επηρεάζει συνήθως τους ενήλικες και προκαλεί μακροπρόθεσμα πολυάριθμα νοσήματα.
Ένας στους τρεις ενήλικες παγκοσμίως εμφανίζει υπέρταση, οπότε έχει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών όπως η στεφανιαία νόσος και τα εμφράγματα, τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και η νεφρική ανεπάρκεια.
Στη χώρα μας το ποσοστό του πληθυσμού που πάσχει από αρτηριακή υπέρταση είναι κατά μέσο όρο 20%. Το ποσοστό των ανδρών στο γενικό πληθυσμό είναι 17,71% και των γυναικών 22,49%, σύμφωνα με έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το 2012. Η πιθανότητα εμφάνισης της αρτηριακής υπέρτασης αυξάνει με την ηλικία. Στους ηλικιωμένους άνω των 65 ετών η υπέρταση αγγίζει σε ποσοστό το 50% του πληθυσμού αυτού.
Η υπέρταση είναι πάθηση η οποία ευθύνεται για το 50% του συνόλου των θανάτων από αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και καρδιοπάθειες, σε παγκόσμιο επίπεδο. Εάν παραμείνει αρρύθμιστη, η υπέρταση μπορεί να προκαλέσει επίσης καρδιακές αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια και απώλεια όρασης. Ο κίνδυνος εμφάνισης επιπλοκών είναι γενικά μεγαλύτερος αν συνυπάρχουν άλλα νοσήματα ή καταστάσεις που προσβάλλουν τα αγγεία (ο σακχαρώδης διαβήτης, η υψηλή χοληστερόλη, το κάπνισμα).
Στο 95% των περιπτώσεων η αρτηριακή υπέρταση οφείλεται σε ιδιοπαθή αίτια, δηλαδή σε κληρονομικά αίτια, παχυσαρκία, μακροχρόνια αυξημένη πρόσληψη αλατιού, καθιστική ζωή, κλπ. Συνήθως εμφανίζεται μετά την ηλικία των 30 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σπάνια και σε παιδιά. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, η αρτηριακή υπέρταση οφείλεται σε κάποιο άλλο νόσημα (δευτεροπαθής), το οποίο όταν αντιμετωπιστεί επιτυχώς θεραπεύει και την ίδια. Τέτοια νοσήματα που προκαλούν δευτεροπαθή υπέρταση είναι η χρόνια νεφροπάθεια, η άπνοια κατά τον ύπνο, η στένωση νεφρικών αρτηριών αλλά και νοσήματα των επινεφριδίων, κοκ.
Στο ιατρείο θα αντιμετωπίσουμε την Αρτηριακή υπέρταση κατόπιν συνεδρίας προσεγγίζοντας το αίτιο και τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο μείωσης και θεραπείας της Α.Υ. για κάθε περίπτωση.
Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια που επηρεάζει περισσότερο από το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Πιο συγκεκριμένα, 350 εκατομμύρια άτομα έρχονται αντιμέτωπα με κάποια μορφή της.
Είναι η πιο σημαντική αιτία αναπηρίας στον κόσμο και μπορεί να επηρεάσει ανθρώπους κάθε ηλικίας και φύλου. Από κατάθλιψη μπορεί να υποφέρουν παιδιά, έφηβοι, ενήλικες και ηλικιωμένοι, άνδρες και γυναίκες.
Η κατάθλιψη είναι πολύ πιο περίπλοκη σε σχέση με μια απλή συναισθηματική πτώση ή με εναλλαγές της διάθεσης. Θεωρείται μια σοβαρή ασθένεια και σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε αυτοκτονία. Αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου των νέων μετά τα τροχαία ατυχήματα.
Η κατάθλιψη συχνά ξεκινά με την απώλεια ενδιαφέροντος και ευχαρίστησης. Το άτομο μπορεί να βιώνει έντονη και ανεξήγητη κούραση και αισθήματα αναξιότητας και ενοχής. Η θλίψη και η μελαγχολία αρχίζουν να επικρατούν καθημερινά και υπάρχει απόσυρση από τις κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Το άτομο νιώθει αβοήθητο, η αίσθηση ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο εντείνεται και βιώνει απελπισία.
Τα συμπτώματα και οι ενδείξεις της κατάθλιψης μπορεί να είναι είτε σωματικά είτε στη διάθεση και συνήθως διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Η κατάθλιψη δεν βιώνεται με τον ίδιο τρόπο από όλους. Συγκεκριμένα, τα συμπτώματα αποτελούν μέρος της καθημερινής ζωής και γίνονται αφόρητα όταν επαναλαμβάνονται συχνά. Μάλιστα, όσο περνάει ο καιρός τα συμπτώματα αυτά γίνονται ολοένα και εντονότερα. Μπορεί να προέρχονται είτε από την επαγγελματική είτε από την προσωπική ζωή σου. Συνοψίζονται ως εξής:
Τα παραπάνω είναι μερικά από τα πιο συνήθη συμπτώματα, τα οποία συνήθως εμφανίζονται σωρευτικά και είναι επαναλαμβανόμενα. Αν νιώθεις κάτι από αυτά, μην κάνεις αυτοδιάγνωση. Απευθύνσου στο ιατρό σου και μην βγάζεις βιαστικά και αυθαίρετα συμπεράσματα.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (τύπου Ι ή νεανικός ή ινσουλινοεξαρτώμενος είτε τύπου ΙΙ ή τύπου ενηλίκων είτε διαβήτης εγκυμοσύνης κλπ. κοινώς “ζάχαρο”) αποτελεί νόσο με παγκόσμια κατανομή και σοβαρές επιπλοκές για τους ασθενείς που πάσχουν. Η πρόληψη και η εντατική παρακολούθηση αποτελούν χρήσιμα όπλα για την αντιμετώπιση του.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων ή πιο απλά αδυναμία του οργανισμού να τους χρησιμοποιήσει, με αποτέλεσμα αύξηση της τιμής της γλυκόζης του αίματος. Παρά την ονομασία της, η διαταραχή αυτή δεν αφορά μόνο το μεταβολισμό των υδατανθράκων αλλά και των άλλων βασικών συστατικών των τροφών που είναι τα λίπη και οι πρωτεΐνες. Στη βάση αυτού του προβλήματος βρίσκεται η ανεπάρκεια μιας ορμόνης του παγκρέατος, της ινσουλίνης. Η ανεπάρκεια αυτή αφορά είτε μειωμένη παραγωγή της ορμόνης, είτε αυξημένες ανάγκες του οργανισμού στις οποίες το πάγκρεας δεν μπορεί να ανταποκριθεί.
Ταξινόμηση Σακχαρώδη Διαβήτη
Ανάλογα με τη διαταραχή της ινσουλίνης ο ΣΔ κατατάσσεται στους ακόλουθους τύπους:
Περίπου 285 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έπασχαν το 2010 από ΣΔ. Το ποσοστό αυτό αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2030 με μεγαλύτερη τάση αύξησης στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Από αυτούς το 90% των ασθενών αφορά τον ΣΔ τύπου ΙΙ. Ο τύπος αυτός σχετίζεται κυρίως με τον καθιστικό τρόπο ζωής και την παχυσαρκία και χαρακτηρίζει τις κοινωνίες που έχουν υιοθετήσει «δυτικό τρόπο ζωής».
Έχει αποδειχθεί από μελέτες ότι ο διαβήτης πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου (2-4 φορές) και τον κίνδυνο εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (περίπου 2 φορές) ενώ αποτελεί την κύρια αιτία εμφάνισης νεφρικής ανεπάρκειας. Τέλος ο διαβήτης αποτελεί την κύρια αιτία τύφλωσης σε άτομα ηλικίας 20-74 έτη.
Στα αρχικά στάδιά της η νόσος μπορεί να είναι εντελώς ασυμπτωματική και συνεπώς ο ασθενής μπορεί να μην γνωρίζει ότι πάσχει. Παρόλα αυτά οι επιπλοκές του διαβήτη (αναφέρονται παρακάτω) εξελίσσονται από αυτά τα στάδια και πολλές φορές αποτελούν αυτές τις πρώτες εκδηλώσεις της νόσου. Τα συμπτώματα του ΣΔ που αφορούν τις αυξημένες τιμές σακχάρου στο αίμα είναι:
Οι επιπλοκές του ΣΔ διακρίνονται σε άμεσες και απώτερες. Οι άμεσες επιπλοκές είναι το διαβητικό κώμα και η υπογλυκαιμία και μπορούν να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του ασθενή. Από την άλλη μεριά οι απώτερες επιπλοκές έχουν βραδύτερη εξέλιξη αλλά αποτελούν σοβαρούς παράγοντες νοσηρότητας και θνησιμότητας των διαβητικών ασθενών επηρεάζοντας και την ποιότητα της ζωής τους. Οι απώτερες επιπλοκές είναι:
Για τους λόγους αυτούς οι ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη χρειάζονται τακτική παρακολούθηση από ειδικό και για την επίτευξη γλυκαιμικής ρύθμισης αλλά και την πρόληψη και αντιμετώπιση των επιπλοκών της νόσου.
Σημαντική εκτός από την τακτική παρακολούθηση είναι και η έγκαιρη διάγνωση του διαβήτη. Έχει αποδειχθεί ότι οι πρώιμες παρεμβάσεις μειώνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης επιπλοκών και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η διάγνωση του ΣΔ τίθεται όταν:
Προσυμπτωματικός έλεγχος ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη
Ορισμένα άτομα έχουν αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη και πρέπει να υποβάλλονται σε προσυμπτωματικό έλεγχο ο οποίος περιλαμβάνει μέτρηση γλυκόζης νηστείας.
Τα άτομα αυτά είναι:
Εξίσου σημαντική με την διάγνωση και αντιμετώπιση είναι και η πρόληψη του ΣΔ με τις έγκαιρες παρεμβάσεις σε παράγοντες κινδύνου όπως η κακή διατροφή, η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή
Διατροφή και διατήρηση του σωματικού βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα
Η κακή διατροφή αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση ΣΔ. Διατροφή πλούσια σε λιπαρά προδιαθέτει σε παχυσαρκία η οποία συνδέεται με την ινσουλινοαντίσταση και την ανάπτυξη ΣΔ τύπου ΙΙ.
Η μεσογειακή διατροφή αποτελεί την ενδεδειγμένη δίαιτα για την πρόληψη των καρδιαγγειακών επεισοδίων (αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, στεφανιαία νόσος, περιφερική αγγειοπάθεια), της παχυσαρκίας και του ΣΔ τύπου ΙΙ. Η δίαιτα αυτή έχει ως βάση το ελαιόλαδο, και αποτελείται από τροφές με χαμηλά λιπαρά και πλούσιες σε φυτικές ίνες όπως φρέσκα φρούτα, λαχανικά και δημητριακά ολικής άλεσης. Αντίθετα θα πρέπει να αποφεύγονται τροφές που περιέχουν κορεσμένα λιπαρά οξέα όπως κόκκινα κρέατα, αλλαντικά, βούτυρα και μαργαρίνες, κίτρινα τυριά και έτοιμες τροφές όπως χάρμπουργκερ, έτοιμα προϊόντα σφολιάτας, προμαγειρεμένα φαγητά και τροφές τηγανισμένες σε φοινικέλαιο.
Σημαντική είναι και η κατανομή των θερμίδων ομοιόμορφα κατά τη διάρκεια της ημέρας σε γεύματα και γευματίδια (πρωινό, δεκατιανό, μεσημεριανό, απογευματινό, βραδινό) και πρέπει να τονίζεται έναντι του ενός πλούσιου γεύματος την ημέρα που προτείνεται από το σύγχρονο τρόπο ζωής.
Άσκηση
Ο συνδυασμός υγιεινής διατροφής και άσκησης αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο στην διατήρηση καλής σωματικής υγείας και προστασίας από την παχυσαρκία και τον διαβήτη. Συστήνεται μέτριας έντασης αεροβική άσκηση (ποδηλασία, γρήγορο περπάτημα, κολύμβηση) για 20 – 30 λεπτά, 4 ή 5 φορές την εβδομάδα. Είναι χρήσιμη η επικοινωνία με τον προσωπικό γιατρό για την ένταση και τη διάρκεια της άσκησης για άτομα μεγαλύτερα των 40 ετών καθώς και αυτά που πάσχουν από κάποιο νόσημα.
Μετά τη διάγνωση του διαβήτη η δίαιτα και η άσκηση εξακολουθούν και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την αντιμετώπιση που μαζί με την υπογλυκαιμική αγωγή, τις προληπτικές παρεμβάσεις (πχ. αντιγριπικός εμβολιασμός) και τον τακτικό έλεγχο για εμφάνιση επιπλοκών (καρδιογράφημα, βυθοσκόπηση, κ.α.) εξασφαλίζουν μια καλή ποιότητα ζωής για τα άτομα με διαβήτη). Για τον έλεγχο της θεραπείας είναι απαραίτητες οι τακτικές μετρήσεις σακχάρου και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης. Επιθυμητές τιμές για άριστη ρύθμιση είναι σάκχαρο νηστείας (8ωρη νηστεία) μικρότερο από 120 mg/dl και μεταγευματικό (2 ώρες μετά το γεύμα) κάτω από 160 mg/dl.Για τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη οι επιθυμητές τιμές είναι κάτω από 7%. Οι τιμές αυτές εξατομικεύονται για κάθε ασθενή και καθορίζονται από το θεράποντα ιατρό.
Η παχυσαρκία είναι μια χρόνια ασθένεια που χαρακτηρίζεται από την αύξηση του σωματικού βάρους και την αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων λίπους στο σώμα. Η παχυσαρκία εμφανίζεται συνήθως σταδιακά, είτε με συνεχή αύξηση του βάρους επί μήνες και χρόνια, είτε με σημαντικές αυξήσεις βάρους σε μικρό χρονικό διάστημα, π.χ. κατά την εφηβεία, μετά από κάποια ασθένεια ή κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η συσσώρευση λίπους στο σώμα οδηγεί σε μια σειρά από άλλες ασθένειες που είναι στενά συνδεδεμένες με τη παχυσαρκία, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η υπνική άπνοια, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, καρδιαγγειακά νοσήματα όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό, και άλλα. Τις τελευταίες δεκαετίες τα ποσοστά παχυσαρκίας στο γενικό πληθυσμό αυξάνονται ραγδαία, τόσο στους ενήλικες όσο και στα παιδιά. Ειδικά η εξάπλωση της παιδικής παχυσαρκίας είναι ανησυχητική και χρειάζεται άμεση επέμβαση με το που εμφανίζεται.
Ο οργανισμός μας χρειάζεται για τη σωστή λειτουργία των οργάνων και ιστών του μια συγκεκριμένη ποσότητα ενέργειας που την λαμβάνει καθημερινά με τη τροφή. Αυτή η ποσότητα ενέργειας συχνά ονομάζεται βασικός μεταβολικός ρυθμός, καθώς είναι οι θερμίδες που καταναλώνονται από τον οργανισμό μας μέσα σε 24 ώρες απλά και μόνο για την λειτουργία του. Πέρα από αυτές τις θερμίδες του βασικού μεταβολικού ρυθμού, ο οργανισμός μας καταναλώνει και άλλες θερμίδες όταν κινούμαστε ή ασκούμαστε.
Όσο οι θερμίδες που καταναλώνονται με τη τροφή είναι σε ισοζύγιο, δηλ. δεν ξεπερνούν, τις θερμίδες που χρειάζεται ο οργανισμός μας για τις βασικές ανάγκες του και για την άσκηση, το σωματικό μας βάρος παραμένει σταθερό. Όταν καταναλώνουμε περισσότερες θερμίδες από όσο χρειαζόμαστε, αυτή η περίσσεια ενέργεια αποθηκεύεται σε μορφή λίπους για να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον. Όταν το ισοζύγιο ενέργειας είναι θετικό (δηλ. μεγαλύτερη κατανάλωση από όσα καίμε) για μεγάλο χρονικό διάστημα τότε εμφανίζεται η παχυσαρκία.
Ο λόγος που τα ποσοστά παχυσαρκίας αυξάνονται ραγδαία στον πληθυσμό είναι πως ο τρόπος ζωής μας έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 50-70 χρόνια. Σήμερα πια περνάμε πολλές ώρες ακίνητοι και καθισμένοι λόγω εργασίας ενώ μπορούμε πολύ εύκολα να καταναλώσουμε μεγάλες ποσότητες θερμίδων με ένα γεύμα λόγω των αλλαγών στις διατροφικές μας συνήθειες. Για πολλά χρόνια επικρατούσε η άποψη πως τα άτομα που πάσχουν από παχυσαρκία φταίνε επειδή δεν μπορούν να ελέγξουν την όρεξή τους. Σήμερα πια αναγνωρίζουμε πως η παχυσαρκία είναι αποτέλεσμα ενός πολύπλοκου συνδυασμού βιολογικών αιτιών, γενετικής προδιάθεσης, διατροφικών συνηθειών και τρόπου ζωής.
Για τη διάγνωση της παχυσαρκίας πρέπει να γίνει η ακριβής μέτρηση του ύψους και σωματικού βάρους, και ο υπολογισμός του Δείκτη Μάζας Σώματος (Body Mass Index – BMI). Ανάλογα με το ΒΜΙ υπάρχουν οι εξής κατηγορίες:
Λιποσαρκία | BMI λιγότερο από 18.5 |
Κανονικό βάρος | BMI ανάμεσα σε 18.5 και 24.9 |
Υπέρβαρο | BMI ανάμεσα σε 25.0 και 29.9 |
Παχυσαρκία | BMI 30.0 και πάνω
|
Παλαιότερα η κατηγορία της παχυσαρκίας εξειδικευόταν στις υποκατηγορίες παχυσαρκία τύπου 2 (ΒΜΙ 30-40) και τύπου 3 (ΒΜΙ 40 και πάνω). Σήμερα πια γνωρίζουμε πως από ένα ΒΜΙ 30 και πάνω οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τη παχυσαρκία αυξάνονται άσχετα από το ακριβές ΒΜΙ οπότε και η διάγνωση της παχυσαρκίας γίνεται από τη στιγμή που ο Δείκτης Μάζας σώματος φτάνει ή ξεπερνάει το 30.
Πέρα από το ΒΜΙ, η διάγνωση της παχυσαρκίας περιλαμβάνει μια σειρά από εξετάσεις ώστε να αποκλειστούν άλλες ασθένειες που οδηγούν σε παχυσαρκία (π.χ. μια σειρά από σπάνια συγγενή νοσήματα) και για να γίνει εξακρίβωση εάν υπάρχουν είδη επιπλοκές της παχυσαρκίας. Παράλληλα λαμβάνεται υπόψη και η ολική κλινική εικόνα του ατόμου με παχυσαρκία και όλες αυτές οι πληροφορίες συνοψίζονται σε έναν κλινικό δείκτη βαρύτητας της παχυσαρκίας – το λεγόμενο Edmonton Obesity Staging System (EOSS). Με βάση το δείκτη αυτό αποφασίζεται και η κατάλληλη προσέγγιση σε ότι αφορά τη θεραπεία της παχυσαρκίας.
Στο ιατρείο Γίνεται Λιπομέτρηση και ανάλογα με τις ανάγκες καθορίζεται και το είδος θεραπείας που θα επιλέξουμε
Οι τρόποι αντιμετώπισης της παχυσαρκίας στο ιατρείο είναι:
1)Διατροφή: Δίαιτα φτιαγμένη για τις ανάγκες του κάθε ατόμου
2)Βελονισμός: πολύ αποτελεσματική θεραπεία για μείωση της όρεξης και επιθυμίας για γλυκά
3)Φαρμακευτική Αγωγή
4)Συμβουλευτική και Συνδυασμός όλων των παραπάνω
Ο στόχος της θεραπείας της παχυσαρκίας είναι να υπάρξει μείωση του σωματικού βάρους που θα είναι μακροπρόθεσμη, με απώτερο στόχο τη μείωση του κλινικού κινδύνου για την εμφάνιση επιπλοκών της παχυσαρκίας. Αυτό γίνεται με αλλαγές στη διατροφή αλλά και με φαρμακολογική υποστήριξη, δηλαδή φάρμακα που βοηθούν το άτομο με παχυσαρκία να χάσει ευκολότερα βάρος. Σε πολλές περιπτώσεις η καταλληλότερη θεραπεία είναι η χειρουργική προσέγγιση με ειδικές επεμβάσεις βαριατρικής χειρουργικής.
Η διατροφή για τη θεραπεία της παχυσαρκίας πρέπει να είναι εξατομικευμένη και να λαμβάνει υπόψη τις προτιμήσεις και το τρόπο ζωής του ατόμου με παχυσαρκία. Σε εξειδικευμένα ιατρεία γίνεται μέτρηση του μεταβολισμού και λιπομέτρηση, ώστε να υπάρχει στενή παρακολούθηση των αλλαγών με τη θεραπεία. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποφεύγονται δίαιτες που υπόσχονται μεγάλη μείωση βάρους σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα καθώς αυτές συνήθως δεν είναι διατροφικά πλήρεις και τελικά οδηγούν σε περεταίρω αύξηση του βάρους.
Η συσσώρευση λίπους στο σώμα οδηγεί σε μια σειρά από άλλες ασθένειες που είναι στενά συνδεδεμένες με τη παχυσαρκία, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η υπνική άπνοια, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, καρδιαγγειακά νοσήματα όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό, και άλλα. Τα καλά νέα είναι πως με τη σωστή θεραπεία της παχυσαρκίες, πολλές από αυτές τις ασθένειες μπορούν να υποχωρήσουν ή και να εξαφανιστούν. Ειδικά για τον διαβήτη τύπου 2 πολλές επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει πως η μείωση βάρους οδηγεί σε καλύτερο έλεγχο του διαβήτη και τη δυνατότητα να μειωθούν τα φάρμακα του διαβήτη που χρειάζεται να παίρνει κανείς.
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ